- ἐπαπορηθέντων
- ἐπαπορέωraise a new doubtaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαπορώ — ἐπαπορῶ, έω (AM) μσν. απορώ, εκπλήσσομαι, σαστίζω («ὁρῶσα ξύλῳ νῡν κρεμάμενον ἐπαπορῶ», Μηναία) αρχ. 1. προβάλλω νέα απορία 2. παθ. α) έπαπορουμαι αμφισβητούμαι, αμφιβάλλομαι, είμαι αντικείμενο αμφιβολίας («τῶν νῡν ἐπαπορηθέντων», Πολ.) β) απρόσ … Dictionary of Greek